- επαναγιγνωσκω
- ἐπαναγιγνώσκωἐπ-αναγιγνώσκω1) прочитывать, зачитывать (вслух)
(τὸ τελευταῖον τοῦ νόμου Lys.; τὰς γνώμας Polyb.)
2) обучать(γραμματικήν τινι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ τελευταῖον τοῦ νόμου Lys.; τὰς γνώμας Polyb.)
(γραμματικήν τινι Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επαναγιγνώσκω — ἐπαναγιγνώσκω (AM) 1. διαβάζω μεγαλόφωνα («ἐπανάγνωθι τουτουὶ τοῡ νόμου τὸ τελευταῑον», Λυσ.) 2. διαβάζω από την αρχή ώς το τέλος … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek